- αἱμοπώτης
- αἱμο-πώτης, ου, ὁ,A = αἱματοπώτης, Lyc.1403.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιμοπώτης — αἱμοπώτης, ο (Α) αιμοπότης* … Dictionary of Greek
αἱμοπώτῃσι — αἱμοπώτης masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοπώτῃσιν — αἱμοπώτης masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek